- δυσθανής
- δυσθανήςunhappy in deathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσθανής — δυσθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε με κακό ή επώδυνο θάνατο … Dictionary of Greek
δυσθανέα — δυσθανής unhappy in death neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσθανής unhappy in death masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθανές — δυσθανής unhappy in death masc/fem voc sg δυσθανής unhappy in death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθανῶν — δυσθανής unhappy in death masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
δυσθανέι — δυσθανέϊ , δυσθανής unhappy in death dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)